- ὑποπῖπτον
- ὑποπῖπτονὑποπίπτωfall under: pres part act masc voc sgὑποπίπτωfall under: pres part act neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὑποπῖπτον — ὑποπίπτω fall under pres part act masc voc sg ὑποπίπτω fall under pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek